- φυλετικότητα
- η(βιολ.), το σύνολο των ειδικών εσωτερικών ή εξωτερικών χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν τα άτομα και που καθορίζονται από το φύλο τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.